πεντάρικος

πεντάρικος
-η, -ο [πεντάρα]
1. αυτός που αξίζει μια πεντάρα
2. μτφ. (για λόγους και αγορεύσεις) στομφώδης και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, δεκάρικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”